περικατάγνυμι

περικατάγνυμι
Α
1. συντρίβω κάτι τελείως
2. θραύω, σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («οὐ περικατᾱξαι τὸ ξύλον τύπτοντ' ἐχρῆν τιν' αὐτάς;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κατάγνυμι «σπάω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”